ανακρεμασίδι

ανακρεμασίδι
το [ανακρέμαση]
1. πέτρα κρεμασμένη με σχοινί από το πίσω αντί* για να κρατάει με το βάρος του τεντωμένο το στημόνι*
2. ράβδος κρεμασμένη με σχοινί από το αντί, κατά μήκος τής οποίας προσδένονται προς το τέλος τής ύφανσης τα άκρα τού στημονιού για να πλησιάσουν μέχρι τα μιτάρια*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανακρέμαση — η 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα 3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια* 4. συγκέντρωση νεφών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”