- ανακρεμασίδι
- το [ανακρέμαση]1. πέτρα κρεμασμένη με σχοινί από το πίσω αντί* για να κρατάει με το βάρος του τεντωμένο το στημόνι*2. ράβδος κρεμασμένη με σχοινί από το αντί, κατά μήκος τής οποίας προσδένονται προς το τέλος τής ύφανσης τα άκρα τού στημονιού για να πλησιάσουν μέχρι τα μιτάρια*.
Dictionary of Greek. 2013.